- καραβίδα
- η (AM καραβίς, Μ και καραβίδα) [κάραβος]ζωολ. γένος βαδιστικών δεκάποδων καρκινοειδών τού γλυκού νερούαρχ.κάνθαρος κερασφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καραβίδα — η είδος αστακού: Του αρέσουν οι καραβίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραβίδα — καραβίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με … Dictionary of Greek
καραβίς — καραβίς, ίδος, ἡ (AM) βλ. καραβίδα … Dictionary of Greek
πανούλιρος — ο ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών με μακριά ουρά και αγκαθωτό κεφαλοθώρακα, που ζουν σε βραχώδεις ακτές τής Μεσογείου, γνωστό ως βασιλική καραβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. panulirus < palinurus, με αναγραμματισμό] … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek
σκύλλαρος — (scyllarida). Γένος της οικογένειας των Παλινουριδών (Palinuridae), που ζουν στις ακτές των θερμών θαλασσών. Ένα είδος, γνωστό ως ισπανική καραβίδα, έχει μέτριο σώμα και βαρύ εξωτερικό σκελετό. Το είδος αυτό βρίσκεται στην περιοχή των υφάλων της… … Dictionary of Greek